- λαμπρυντης
- λαμπρυντής-οῦ adj. m красующийся, горделивый
(ἵππος Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἵππος Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαμπρυντής — bearing oneself proudly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρυντής — ο (Α λαμπρυντής) [λαμπρύνω] αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτι νεοελλ. 1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει 2. στιλβωτής παπουτσιών … Dictionary of Greek